- Ἐπικράδιον
- Ἐπικράδιοςmasc acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικράδιον — ἐπικράδιον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ἐπικάρδιον» … Dictionary of Greek
ἐπικράδιον — ἐπικραδάω imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic) ἐπικραδάω imperf ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)